- λάργκο
- τομουσ.1. όρος μουσικής εκτέλεσης ως υπόδειξη ρυθμικής αγωγής πολύ αργής2. μουσικό κομμάτι που εκτελείται με αυτή τη ρυθμική αγωγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. largo «αργός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λέντο — μουσ. 1. μουσικός όρος που δηλώνει ότι ένα τεμάχιο πρέπει να εκτελεστεί αργά, μεταξύ τού λάργκο και τού αντάτζιο 2. το μουσικό τεμάχιο που εκτελείται με αυτήν τη ρυθμική αγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lento «αργός»] … Dictionary of Greek
λαργκέτο — το μουσ. 1. όρος εκτέλεσης που υποδεικυύει ρυθμική αγωγή ταχύτερη τού λάργκο 2. μουσικό κομμάτι που εκτελείται με αυτήν τη ρυθμική αγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. largetto, υποκορ. τού ιταλ. largo «αργός»] … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Μπακόλ, Λορίν — (Lauren Bacall, Νέα Υόρκη 1924 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού του κινηματογράφου Μπέτι Τζόαν Πέρσκε (Betty Joan Perske). Με σπουδές στην σχολή AADA στην γενέτειρα της, βαθιά φωνή και κοφτή εκφορά λόγου, η Μ. συνδέθηκε κυρίως … Dictionary of Greek
Μπόγκαρτ, Χάμφρεϊ — (Humphrey Bogart, Νέα Υόρκη 1899 – 1957). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Με μια χαρακτηριστική εκφορά λόγου που έμοιαζε με ψεύδισμα αλλά τον έκανε να ξεχωρίζει από όλους τους ηθοποιούς της γενιάς του, ο Μπόγκι της αμερικανικής… … Dictionary of Greek
Ουρουγουάη — Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η… … Dictionary of Greek